αυτεπίγνωση

αυτεπίγνωση
η
το να κατανοεί και να εκτιμά ο άνθρωπος τον εαυτό του ως προσωπικότητα καθορίζοντας τη θέση του μέσα στον σύνολο των φυσικών και κοινωνικών γεγονότων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο)-* + επίγνωση. Η λ., στον λόγιο τύπο, αυτεπίγνωσις μαρτυρείται στον Δημ. Χαντσερή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αυτογνωσία — η (AM αὐτογνωσία) [γνώσις] η γνώση του εαυτού μας, η αυτεπίγνωση …   Dictionary of Greek

  • γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… …   Dictionary of Greek

  • συνείδηση — Κάθε άνθρωπος, που, από ψυχοφυσικής άποψης, δεν απομακρύνεται από το κανονικό, περνά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε μια κατάσταση που του επιτρέπει να «αντιλαμβάνεται», να «έχει συνείδηση» των όσων συμβαίνουν γύρω του και της ίδιας της… …   Dictionary of Greek

  • υπαρξιακός — ή, ό, Ν [ύπαρξη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύπαρξη («υπαρξιακά προβλήματα») 2. το αρσ. ως ουσ. ο υπαρξιακός·υπαρξιστής 3. φρ. α) «υπαρξιακή νεύρωση» (ιατρ. ψυχολ.) διαταραχή που χαρακτηρίζεται από αίσθημα αποξένωσης και από δυσπιστία… …   Dictionary of Greek

  • Βίκο, Τζαμπατίστα (Τζοβάνι Μπατίστα) — (Giambattista ή Giovanni Battista Vico, Νάπολη 1668 – 1744). Ιταλός φιλόσοφος, νομικός και ιστορικός, από τους πρωτοπόρους της σύγχρονης ιστορικής σκέψης. Ο Β. αντιπροσωπεύει την αντίδραση του ιταλικού ουμανιστικού πνεύματος στη νοησιοκρατία του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”